προβιβάω
[προ- 1.]
To advance: ὑπασπίσια προβιβῶντι (προβιβῶντος) Il. 13.807, Il. 16.609. (With προβιβάντι, προβιβάντος from προβίβημι. as uu. ll.)
[προ- 1.]
To advance: ὑπασπίσια προβιβῶντι (προβιβῶντος) Il. 13.807, Il. 16.609. (With προβιβάντι, προβιβάντος from προβίβημι. as uu. ll.)