Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
προσάω
View word page
προβιβάω

[προ- 1.]

To advance: ὑπασπίσια προβιβῶντι (προβιβῶντος) Il. 13.807, Il. 16.609. (With προβιβάντι, προβιβάντος from προβίβημι. as uu. ll.)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβιβάω
Headword (normalized):
προβιβάω
Headword (normalized/stripped):
προβιβαω
IDX:
8036
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8037
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1.]</p> <p>To advance: ὑπασπίσια προβιβῶντι (προβιβῶντος) Il. 13.807, Il. 16.609. (With προβιβάντι, προβιβάντος from προβίβημι. as uu. ll.)</p>'}