Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
πρόγονοι
View word page
crossref

pf. προβούλομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
crossref
Headword (normalized):
crossref
Headword (normalized/stripped):
crossref
IDX:
8035
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8036
Key:

Data

{'content': '<p>pf. προβούλομαι.</p>'}