Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
προβέβουλα
προγενέστερος
προγίγνομαι
View word page
προβέβηκε

3 sing. pf. προβαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβέβηκε
Headword (normalized):
προβέβηκε
Headword (normalized/stripped):
προβεβηκε
IDX:
8034
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8035
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. προβαίνω.</p>'}