Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
πρόβολος
View word page
προβάλλω

[προ- 1, προ- 2.]

3 sing. pa. iterative προβάλεσκε Od. 5.331.

Nom. pl. masc. aor. pple. προ-βαλόντες Il. 11.529.

3 pl. aor. mid. προβάλοντο Il. 1.458, Il. 2.421, Il. 23.255: Od. 3.447.

Opt. προβαλοίμην Il. 19.218.

ShortDef

to throw before, throw

Debugging

Headword:
προβάλλω
Headword (normalized):
προβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προβαλλω
IDX:
8031
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8032
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1, προ- 2.]</p> <p>3 sing. pa. iterative προβάλεσκε Od. 5.331.</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. προ-βαλόντες Il. 11.529.</p> <p>3 pl. aor. mid. προβάλοντο Il. 1.458, Il. 2.421, Il. 23.255: Od. 3.447.</p> <p>Opt. προβαλοίμην Il. 19.218.</p>'}