Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
προβλής
προβλώσκω
προβοάω
View word page
προβαίνω

[προ- 1(2).]

2 sing. pf. προβέβηκας Il. 7.125, Il. 23.890.

3 sing. προβέβηκε Il. 10.252.

3 sing. subj. προβεβήκῃ Il. 16.54.

ShortDef

to step on, step forward, advance

Debugging

Headword:
προβαίνω
Headword (normalized):
προβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προβαινω
IDX:
8030
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8031
Key:

Data

{'content': '<p>[προ- 1(2).]</p> <p>2 sing. pf. προβέβηκας Il. 7.125, Il. 23.890.</p> <p>3 sing. προβέβηκε Il. 10.252.</p> <p>3 sing. subj. προβεβήκῃ Il. 16.54.</p>'}