Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀναφέρω
ἀναχάζομαι
ἀναχωρέω
ἀνάψαι
ἀναψύχω
ἁνδάνω
ἄνδιχα
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδράποδον
ἀνδραχθής
ἀνδρειφόντης
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκτασίη
ἀνδρόμεος
ἀνδροτής
ἀνδροφάγος
ἀνδροφόνος
ἀνδύεται
View word page
ἀνδρακάς

[ἀνδρ-, ἀνήρ.]

ShortDef

man by man
a man's portion

Debugging

Headword:
ἀνδρακάς
Headword (normalized):
ἀνδρακάς
Headword (normalized/stripped):
ανδρακας
IDX:
802
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.803
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνδρ-, ἀνήρ.]</p>'}