Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρήθω
πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβέβηκε
crossref
προβιβάω
προβίβημι
View word page
πριστός
[πρίω, to saw.]
Sawn, cut or fashioned with the saw: ἐλέφαντος Od. 18.196, Od. 19.564.
ShortDef
sawn
Debugging
Headword:
πριστός
Headword (normalized):
πριστός
Headword (normalized/stripped):
πριστος
IDX:
8027
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8028
Key:
Data
{'content': '<p>[πρίω, to saw.]</p> <p>Sawn, cut or fashioned with the saw: ἐλέφαντος Od. 18.196, Od. 19.564.</p>'}