Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρασιή
πρέπω
πρέσβᾶ
πρεσβήϊον
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρήθω
πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
προβαίνω
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
View word page
πρῆσε

3 sing. aor. πρήθω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρῆσε
Headword (normalized):
πρῆσε
Headword (normalized/stripped):
πρησε
IDX:
8023
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8024
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πρήθω.</p>'}