Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
πρέπω
πρέσβᾶ
πρεσβήϊον
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρήθω
πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
πρό
προαλής
View word page
πρήθω

3 sing. aor. ἔπρησε Od. 2.427. πρῆσε Il. 1.481, Il. 16.350.

Nom. pl. masc. pple. πρήσαντες Il. 6.429, 432.

Infin. πρῆσαι Il. 2.415.

(ἀνα-, ἐμ-)

ShortDef

to blow up, swell out by blowing

Debugging

Headword:
πρήθω
Headword (normalized):
πρήθω
Headword (normalized/stripped):
πρηθω
IDX:
8019
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8020
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔπρησε Od. 2.427. πρῆσε Il. 1.481, Il. 16.350.</p> <p>Nom. pl. masc. pple. πρήσαντες Il. 6.429, 432.</p> <p>Infin. πρῆσαι Il. 2.415.</p> <p>(ἀνα-, ἐμ-)</p>'}