Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
πρέπω
πρέσβᾶ
πρεσβήϊον
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρήθω
πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
πρίν
πριστός
View word page
πρεσβυγενής
[πρέσβυς + γεν-, γίγνομαι.]
ShortDef
eldest-born, first-born
Debugging
Headword:
πρεσβυγενής
Headword (normalized):
πρεσβυγενής
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυγενης
IDX:
8017
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8018
Key:
Data
{'content': '<p>[πρέσβυς + γεν-, γίγνομαι.]</p>'}