Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
πρέπω
πρέσβᾶ
πρεσβήϊον
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρήθω
πρηκτήρ
πρηνής
πρῆξις
πρῆσε
πράσσω
πρίαμαι
View word page
πρέσβᾶ

[fem. of πρέσβυς.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρέσβᾶ
Headword (normalized):
πρέσβᾶ
Headword (normalized/stripped):
πρεσβα
IDX:
8015
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8016
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[fem. of πρέσβυς.]</p>'}