Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
πρέπω
πρέσβᾶ
View word page
ποτός
-οῦ, τό
[πο-, πίνω. See ἐκπέποται under ἐκπίνω.]
ShortDef
drunk, fit for drinking
Debugging
Headword:
ποτός
Headword (normalized):
ποτός
Headword (normalized/stripped):
ποτος
IDX:
8005
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8006
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, τό</p> <p>[πο-, πίνω. See ἐκπέποται under ἐκπίνω.]</p>'}