Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
πρέπω
View word page
πότνια
[ποτ- as in δεσπότης, master. Cf. δέσποινα.]
ShortDef
mistress, queen
Debugging
Headword:
πότνια
Headword (normalized):
πότνια
Headword (normalized/stripped):
ποτνια
IDX:
8004
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8005
Key:
Data
{'content': '<p>[ποτ- as in δεσπότης, master. Cf. δέσποινα.]</p>'}