Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
πρασιή
View word page
πότνα
=πότνια. πότνα θεά, mighty goddessOd. 5.215, Od. 13.391, Od. 20.61.
ShortDef
mistress, queen
Debugging
Headword:
πότνα
Headword (normalized):
πότνα
Headword (normalized/stripped):
ποτνα
IDX:
8003
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8004
Key:
Data
{'content': '<p>=πότνια. πότνα θεά, mighty goddessOd. 5.215, Od. 13.391, Od. 20.61.</p>'}