Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
πούς
πραπίδες
View word page
πότμος

-ου, ὁ.

ShortDef

that which befals one, one's lot, destiny

Debugging

Headword:
πότμος
Headword (normalized):
πότμος
Headword (normalized/stripped):
ποτμος
IDX:
8002
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8003
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}