Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
πολύπους2
πουλύς
View word page
ποτιτέρπω

[ποτι-, προσ- 3.]

To engage agreeably the attention of, entertain Il. 15.401.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιτέρπω
Headword (normalized):
ποτιτέρπω
Headword (normalized/stripped):
ποτιτερπω
IDX:
8000
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.8001
Key:

Data

{'content': '<p>[ποτι-, προσ- 3.]</p> <p>To engage agreeably the attention of, entertain Il. 15.401.</p>'}