Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
πουλυβότειρα
View word page
ποτιπτήσσω
[ποτι-, προσ- 1.]
Nom. pl. fem. pf. pple. ποτιπεπτηυῖαι.
ShortDef
to crouch
Debugging
Headword:
ποτιπτήσσω
Headword (normalized):
ποτιπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
ποτιπτησσω
IDX:
7998
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7999
Key:
Data
{'content': '<p>[ποτι-, προσ- 1.]</p> <p>Nom. pl. fem. pf. pple. ποτιπεπτηυῖαι.</p>'}