Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
ποῦ
πού
View word page
ποτινίσ̔σ̓ομαι
[ποτι-, προσ- 2.]
To come, be brought, to a specified place : ἐς Ὀρχομενόν Il. 9.381.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτινίσ̔σ̓ομαι
Headword (normalized):
ποτινίσ̔σ̓ομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτινισσομαι
IDX:
7997
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7998
Key:
Data
{'content': '<p>[ποτι-, προσ- 2.]</p> <p>To come, be brought, to a specified place : ἐς Ὀρχομενόν Il. 9.381.</p>'}