Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
ποτός
View word page
ποτιδόρπιος
[ποτι-, προσ- 3 + δόρπον.]
ShortDef
of/for supper
Debugging
Headword:
ποτιδόρπιος
Headword (normalized):
ποτιδόρπιος
Headword (normalized/stripped):
ποτιδορπιος
IDX:
7995
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7996
Key:
Data
{'content': '<p>[ποτι-, προσ- 3 + δόρπον.]</p>'}