Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
πότνια
View word page
ποτιδέχομαι

[ποτι-, προσ- 3.]

Aor. pple. ποτιδέγμενος, -ου Il. 6.415, Il. 9.628, Il. 10.123, Il. 19.234, 336 : Od. 2.186, 205, 403, Od. 6.161, Od. 9.545, Od. 21.156, Od. 22.380, Od. 23.91, Od. 24.396.

Nom. pl. fem. -αι Il. 2.137.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδέχομαι
Headword (normalized):
ποτιδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιδεχομαι
IDX:
7994
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7995
Key:

Data

{'content': '<p>[ποτι-, προσ- 3.]</p> <p>Aor. pple. ποτιδέγμενος, -ου Il. 6.415, Il. 9.628, Il. 10.123, Il. 19.234, 336 : Od. 2.186, 205, 403, Od. 6.161, Od. 9.545, Od. 21.156, Od. 22.380, Od. 23.91, Od. 24.396.</p> <p>Nom. pl. fem. -αι Il. 2.137.</p>'}