Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
πότμος
πότνα
View word page
ποτιδέρκομαι

See προσδέρκομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδέρκομαι
Headword (normalized):
ποτιδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιδερκομαι
IDX:
7993
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7994
Key:

Data

{'content': '<p>See προσδέρκομαι.</p>'}