Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
ποτιφωνήεις
View word page
ποτητός

[ποτάομαι.]

Winged.

Absol. in neut. pl., birds : τῇ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται Od. 12.62.

ShortDef

flying, winged

Debugging

Headword:
ποτητός
Headword (normalized):
ποτητός
Headword (normalized/stripped):
ποτητος
IDX:
7991
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7992
Key:

Data

{'content': '<p>[ποτάομαι.]</p> <p>Winged.</p> <p>Absol. in neut. pl., birds : τῇ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται Od. 12.62.</p>'}