Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
ποτικέκλιται
ποτινίσ̔σ̓ομαι
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιτέρπω
View word page
ποτής

-ῆτος, ἡ

[πο- as in ποτόν.]

Drink : ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il. 11.780. Cf. Il. 19.306 : Od. 4.788, Od. 5.201, Od. 9.87 = Od. 10.58, Od. 10.379, 384, Od. 17.603, Od. 18.407.

ShortDef

a drinking, drink

Debugging

Headword:
ποτής
Headword (normalized):
ποτής
Headword (normalized/stripped):
ποτης
IDX:
7990
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7991
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆτος, ἡ</p> <p>[πο- as in ποτόν.]</p> <p>Drink : ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il. 11.780. Cf. Il. 19.306 : Od. 4.788, Od. 5.201, Od. 9.87 = Od. 10.58, Od. 10.379, 384, Od. 17.603, Od. 18.407.</p>'}