Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
ποτιδόρπιος
View word page
ποτάομαι

ποτέομαι

[πέτομαι.]

3 sing. pf. πεπότηται Od. 11.222.

3 pl. πεποτήαται Il. 2.90.

(ἀμφιποτάομαι, ἐκποτέομαι)

ShortDef

to fly about

Debugging

Headword:
ποτάομαι
Headword (normalized):
ποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ποταομαι
IDX:
7985
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7986
Key:

Data

{'content': '<p>ποτέομαι</p> <p>[πέτομαι.]</p> <p>3 sing. pf. πεπότηται Od. 11.222.</p> <p>3 pl. πεποτήαται Il. 2.90.</p> <p>(ἀμφιποτάομαι, ἐκποτέομαι)</p>'}