ποτάομαι
ποτέομαι
[πέτομαι.]
3 sing. pf. πεπότηται Od. 11.222.
3 pl. πεποτήαται Il. 2.90.
(ἀμφιποτάομαι, ἐκποτέομαι)
ποτέομαι
[πέτομαι.]
3 sing. pf. πεπότηται Od. 11.222.
3 pl. πεποτήαται Il. 2.90.
(ἀμφιποτάομαι, ἐκποτέομαι)