Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
ποτή
ποτής
ποτητός
πρός
ποτιδέρκομαι
ποτιδέχομαι
View word page
ποταμός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a river, stream

Debugging

Headword:
ποταμός
Headword (normalized):
ποταμός
Headword (normalized/stripped):
ποταμος
IDX:
7984
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7985
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}