Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
ποταμός
ποτάομαι
πότε
ποτέ
πότερος
View word page
πόσις1
ὁ
[cf. δέσποινα.]
ShortDef
a husband, spouse, mate
a drinking, drink, beverage
Debugging
Headword:
πόσις1
Headword (normalized):
πόσις
Headword (normalized/stripped):
ποσις1
IDX:
7978
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7979
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[cf. δέσποινα.]</p>'}