Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
ποταμόνδε
View word page
πορφύρω

[redup. fr. φύρω].

ShortDef

gleams darkly

Debugging

Headword:
πορφύρω
Headword (normalized):
πορφύρω
Headword (normalized/stripped):
πορφυρω
IDX:
7973
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7974
Key:

Data

{'content': '<p>[redup. fr. φύρω].</p>'}