Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
πόστος
View word page
πορφύρεος
-η, -ον
[cf. πορφύρω.]
ShortDef
darkgleaming, dark
Debugging
Headword:
πορφύρεος
Headword (normalized):
πορφύρεος
Headword (normalized/stripped):
πορφυρεος
IDX:
7972
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7973
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[cf. πορφύρω.]</p>'}