Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
πόσις2
ποσσῆμαρ
ποσσί
View word page
πόρτις

[cf. πόρις.]

ShortDef

a calf, young heifer

Debugging

Headword:
πόρτις
Headword (normalized):
πόρτις
Headword (normalized/stripped):
πορτις
IDX:
7971
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7972
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[cf. πόρις.]</p>'}