Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
πόσις1
View word page
πόρπη

-ης, ἡ

[πορ-, πείρω.]

App.= περόνη Il. 18.401.

ShortDef

a buckle-pin

Debugging

Headword:
πόρπη
Headword (normalized):
πόρπη
Headword (normalized/stripped):
πορπη
IDX:
7968
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7969
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[πορ-, πείρω.]</p> <p>App.= περόνη Il. 18.401.</p>'}