Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
ποσιδήϊος
View word page
πόρος

-ου, ὁ

[πορ-, περάω1.]

A place where a river may be passed, a ford Il. 2.592, Il. 14.433=Il. 21.1=Il. 24.692.–πόροι ἁλός, the paths of the seaOd. 12.259.

ShortDef

a means of passing/providing, provision

Debugging

Headword:
πόρος
Headword (normalized):
πόρος
Headword (normalized/stripped):
πορος
IDX:
7967
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7968
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[πορ-, περάω1.]</p> <p>A place where a river may be passed, a ford Il. 2.592, Il. 14.433=Il. 21.1=Il. 24.692.–πόροι ἁλός, the paths of the seaOd. 12.259.</p>'}