Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
ποσί
View word page
πόρον

aor. πόρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόρον
Headword (normalized):
πόρον
Headword (normalized/stripped):
πορον
IDX:
7966
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7967
Key:

Data

{'content': '<p>aor. πόρω.</p>'}