Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
πορφύρω
πόρω
πόσε
View word page
πόρκης

ὁ.

ShortDef

a ring, hoop

Debugging

Headword:
πόρκης
Headword (normalized):
πόρκης
Headword (normalized/stripped):
πορκης
IDX:
7965
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7966
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ.</p>'}