Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
πορφύρεος
View word page
πορθμεύς

[πορθμός.]

ShortDef

a ferryman

Debugging

Headword:
πορθμεύς
Headword (normalized):
πορθμεύς
Headword (normalized/stripped):
πορθμευς
IDX:
7962
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7963
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[πορθμός.]</p>'}