Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
πόρτις
View word page
πορθέω
[cf. πέρθω.]
(δια-)
ShortDef
to destroy, ravage, waste, plunder
Debugging
Headword:
πορθέω
Headword (normalized):
πορθέω
Headword (normalized/stripped):
πορθεω
IDX:
7961
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7962
Key:
Data
{'content': '<p>[cf. πέρθω.]</p> <p>(δια-)</p>'}