Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
πόρον
πόρος
πόρπη
πορσαίνω
πόρταξ
View word page
πόρε
3 sing. aor. πόρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόρε
Headword (normalized):
πόρε
Headword (normalized/stripped):
πορε
IDX:
7960
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7961
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. πόρω.</p>'}