Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
πορθμεύς
πορθμός
πόρις
πόρκης
View word page
ποντοπορεύω
[ποντοπόρος.]
ShortDef
to pass over the sea
Debugging
Headword:
ποντοπορεύω
Headword (normalized):
ποντοπορεύω
Headword (normalized/stripped):
ποντοπορευω
IDX:
7955
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7956
Key:
Data
{'content': '<p>[ποντοπόρος.]</p>'}