Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
πόντος
πόποι
πόρε
πορθέω
View word page
πονέομαι
[πόνος.]
Pres. pple. πονεύμενος, -ου Il. 4.374, Il. 13.288. (ἀμφι-)
ShortDef
be engaged in toil, toil, labor, be busy
Debugging
Headword:
πονέομαι
Headword (normalized):
πονέομαι
Headword (normalized/stripped):
πονεομαι
IDX:
7951
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7952
Key:
Data
{'content': '<p>[πόνος.]</p> <p>Pres. pple. πονεύμενος, -ου Il. 4.374, Il. 13.288. (ἀμφι-)</p>'}