Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
ποντοπορέω
ποντοπόρος
View word page
πομπεύς

[πομπή.]

ShortDef

one who attends

Debugging

Headword:
πομπεύς
Headword (normalized):
πομπεύς
Headword (normalized/stripped):
πομπευς
IDX:
7947
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7948
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[πομπή.]</p>'}