Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
πόντονδε
ποντοπορεύω
View word page
πολύχρυσος

-ον

[πολυ-, πολύς + χρυσός.]

ShortDef

rich in gold

Debugging

Headword:
πολύχρυσος
Headword (normalized):
πολύχρυσος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρυσος
IDX:
7945
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7946
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + χρυσός.]</p>'}