Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
ποντόθεν
View word page
πολύφρων

-ονος

[πολυ-, πολύς + φρήν.]

ShortDef

much-thinking, thoughtful, ingenious, inventive

Debugging

Headword:
πολύφρων
Headword (normalized):
πολύφρων
Headword (normalized/stripped):
πολυφρων
IDX:
7943
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7944
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[πολυ-, πολύς + φρήν.]</p>'}