Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
πονέομαι
πόνος
View word page
πολύφορβος

-ον, and -η, -ον

[πολυ-, πολύς + φορβή.]

ShortDef

feeding many, bountiful

Debugging

Headword:
πολύφορβος
Headword (normalized):
πολύφορβος
Headword (normalized/stripped):
πολυφορβος
IDX:
7942
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7943
Key:

Data

{'content': '<p>-ον, and -η, -ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + φορβή.]</p>'}