Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
πομπός
View word page
πολύφημος

-ον

[πολυ-, πολύς + φήμη.]

ShortDef

abounding in songs and legends
Polyphemus

Debugging

Headword:
πολύφημος
Headword (normalized):
πολύφημος
Headword (normalized/stripped):
πολυφημος
IDX:
7940
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7941
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + φήμη.]</p>'}