Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
πομπή
View word page
πολυφάρμακος
-ον
[πολυ-, πολύς + φάρμακον.]
ShortDef
knowing many drugs
Debugging
Headword:
πολυφάρμακος
Headword (normalized):
πολυφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
πολυφαρμακος
IDX:
7939
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7940
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + φάρμακον.]</p>'}