Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
πομπεύω
View word page
πολύτροπος

[πολυ-, πολύς + τροπή.]

ShortDef

much-turned

Debugging

Headword:
πολύτροπος
Headword (normalized):
πολύτροπος
Headword (normalized/stripped):
πολυτροπος
IDX:
7938
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7939
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + τροπή.]</p>'}