Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
πομπεύς
View word page
πολύτρητος

[πολυ-, πολύς + τρη-, τετραίνω.]

ShortDef

much-pierced, full of holes, porous

Debugging

Headword:
πολύτρητος
Headword (normalized):
πολύτρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτρητος
IDX:
7937
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7938
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + τρη-, τετραίνω.]</p>'}