Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
πολύχρυσος
πολυωπός
View word page
πολυτρήρων

-ωνος

[πολυ-, πολύς + τρήρων.]

ShortDef

abounding in doves

Debugging

Headword:
πολυτρήρων
Headword (normalized):
πολυτρήρων
Headword (normalized/stripped):
πολυτρηρων
IDX:
7936
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7937
Key:

Data

{'content': '<p>-ωνος</p> <p>[πολυ-, πολύς + τρήρων.]</p>'}