Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
πολύχαλκος
View word page
πολυτλήμων

[as πολύτλας.]

= πολύτλας. : θυμός Il. 6.152 : πολυτλήμων εἰμί Od. 18.319.

ShortDef

much-enduring

Debugging

Headword:
πολυτλήμων
Headword (normalized):
πολυτλήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυτλημων
IDX:
7934
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7935
Key:

Data

{'content': '<p>[as πολύτλας.]</p> <p>= πολύτλας. : θυμός Il. 6.152 : πολυτλήμων εἰμί Od. 18.319.</p>'}