Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
πολύφρων
View word page
πολύτλας

[πολυ-, πολύς + τλάω.]

ShortDef

having borne much, much-enduring

Debugging

Headword:
πολύτλας
Headword (normalized):
πολύτλας
Headword (normalized/stripped):
πολυτλας
IDX:
7933
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7934
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + τλάω.]</p>'}