Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
πολύφορβος
View word page
πολύστονος

-ον

[πολυ-, πολύς + στόνος.]

ShortDef

much-sighing, mournful

Debugging

Headword:
πολύστονος
Headword (normalized):
πολύστονος
Headword (normalized/stripped):
πολυστονος
IDX:
7932
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7933
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + στόνος.]</p>'}